μάζωξη

μάζωξη
η
συγκέντρωση, συνάθροιση, μάζεμα: Έγινε μάζωξη στο σπίτι του γαμπρού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μάζωξη — η [μαζώνω] 1. συνάθροιση, συλλογή 2. (για πρόσ.) συγκέντρωση, σύναξη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”